Πώς αναγνωρίζουμε έναν βιαστή; Τα κλινικά χαρακτηριστικά του

24 Σεπ. 2013 - 06:41 | Υγεία

Oι κύριες κατηγορίες που αφορούν τη σεξουαλική επιθετικότητα  είναι : παιδοφιλία, επιδειξιμανία, φετιχισμός, εφαψιομανία, σεξουαλικός μαζοχισμός, σεξουαλικός σαδισμός, ηδονοβλεψία, μετενδυματικός φετιχισμός, και μια ξεχωριστή κατηγορία για άλλες παραφιλίες μη προσδιοριζόμενες αλλιώς, όπως ζωοφιλία, υποξυφιλία, νεκροφιλία, κοπροφιλία.

Μελέτες δείχνουν επίσης ότι, 10-20% των ενήλικων γυναικών πέφτουν θύματα σεξουαλικής επίθεσης (Johnson and Sacco, 1995). Τα επίσημα στοιχεία τείνουν να μην παρουσιάζουν όλη τη διάσταση, αφού υπολογίζεται ότι μόνο 8% των θυμάτων βιασμού αναφέρουν το γεγονός. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός ανδρών παρουσιάζει επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά.

Από την επιστημονική ομάδα της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Κλίμακα

Βιασμός θεωρείται η βίαιη σεξουαλική πράξη χωρίς τη συγκατάθεση της γυναίκας. Η νομική διερεύνηση όμως, σχετικά με το μέγεθος της βίας που εξασκείται για να καμφθεί η αντίσταση του θύματος (πχ. ψυχολογική πίεση, σωματική βία, απειλή με όπλο) αλλά και το μέγεθος της σεξουαλικής κακοποίησης που υφίσταται το θύμα (πχ., πεο-αιδιική, πεο-πρωκτική επαφή, συνέργεια, πολλαπλότης επαφών), συχνά προβληματίζει τους δικαστές και τους αναγκάζει να συνυπολογίζουν πολλές παραμέτρους (Firestone et al,1998) . Συχνά, εργαστηριακές εξετάσεις σπέρματος, γυναικολογική εξέταση και κολονοσκόπηση συμπληρώνουν τις απόδείξεις της πράξης. Κλινικοί και ερευνητές συμφωνούν ότι οι βιαστές είναι μια ετερογενής ομάδα ατόμων με ποίκιλλα κίνητρα για επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά. H παρορμητικότης, η δυσκολία συναίσθησης των συναισθημάτων των άλλων και η πολλαπλή παραπτωματικότης, όμως, φαίνεται να είναι κοινά χαρακτηριστικά των βιαστών (Brown, 1997). Οι Abel και Rouleau (1990), τέλος, υποστηρίζουν την άποψη ότι ο βιασμός θα πρέπει να ταξινομηθεί στις παραφιλίες, αφού οι ψυχολογικές διαδικασίες και πρακτικές του βιασμού συχνά μοιάζουν η ακόμα πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για παραφιλία.
Από τι χαρακτηρίζεται ο Βιασμός;

Βιασμός θεωρείται ως η βίαιη και παρά τη θέληση ενός ατόμου σαρκική εμπειρία??. Σύμφωνα με το μέγεθος της επιθετικότητας κατά το επεισόδιο διακρίνουμε τη βία εκείνη που μόλις επαρκεί για την ολοκλήρωση της διάπραξης και την υπερβολική βία με κατάχρηση της επιθετικότητας. Αν και η διάκριση αυτή φαίνεται ικανοποιητική και συνεχίζει να αποτελεί έναν βασικό διακριτικό παράγοντα σε αρκετά συστήματα ταξινόμησης, παραμένει προβληματικός ο καθορισμός της πρόθεσης της ασκούμενης βίας στις περιπτώσεις των σωματικών τραυματισμών (Rosenberg, Knight, Prentky, & Lee, 1988). Μπορούμε επίσης να διακρίνουμε περιστατικά στα οποία υπερισχύουν τα παραφιλικά στοιχεία και περιστατικά που διαπράττονται από άτομα με ιστορικό ψυχικής νόσου και/ή στοιχεία αντικοινωνικής συμπεριφοράς με παρορμητικότητα και έλλειψη συναισθηματικής ανταπόκρισης. Στις περιπτώσεις εκσεσημασμένης επιθετικότητας μπορούμε να διακρίνουμε τις συμπεριφορές που είναι σαδιστικές, όπου η προκαλούμενη βλάβη αποτελεί σαφώς μέρος της σεξουαλικής ικανοποίησης, και τις συμπεριφορές όπου επικρατούν πιο δυσδιάκριτες μορφές βίας (Prentky & Knight, 1991). Παραδείγματα αυτής της μορφής διαχωρισμού παρουσιάζονται στα ψυχοδυναμικού προσανατολισμού συστήματα ταξινόμησης των Groth, Burgess, και Holmstrom (1977), οι οποίοι διακρίνουν ανάμεσα στην επιθετικότητα που απορρέει από την ανάγκη επιβολής ισχύος και επιβεβαίωσης και στην επιθετικότητα που απορρέει από τάση εκδίκησης. ’λλο παράδειγμα επίσης αποτελεί ο διαχωρισμός ανάλογα με την επικράτηση της σεξουαλικότητας, της επιθετικότητας, της παρορμητικότητας, ή της συγκεχυμένης σεξουαλικότητας (Seghorn και Cohen, 1980).

Οι Hall και Hirschman (1991), στα πλαίσια της θεωρίας των τεσσάρων παραγόντων που ανέπτυξαν με βάση την αιτιολογία, όρισαν σαν κύριες παραμέτρους τη σεξουαλική διέγερση, τη διαδικασία αντίληψης, τη δυσκολία ελέγχου συναισθημάτων, και τα προβλήματα της προσωπικότητας. Η πλέον ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι αυτή που αφορά τις διαδικασίες αντίληψης, η οποία χαρακτηρίζεται από διαστρεβλωμένες στάσεις και απόψεις σχετικά με τους ρόλους της γυναίκας στο σεξ και τη συμπεριφορά της. Η παράμετρος αυτή είναι ίσως η πλέον συχνή και η πλέον εμφανής στην κατάληξη της διαδικασίας του βιασμού (Koss, 1985, Koss et al, 1987). Διαδικασίες αντίληψης όπως η ερμηνεία των αντιδράσεων του θύματος ως εκδηλώσεις ευχαρίστησης ή ερωτικής επιθυμίας μειώνουν τις πιθανότητες κατανόησης της διαστροφής. Πράγματι, ο Craig (1990) παρατήρησε ότι αρκετά άτομα, κατά τη φάση γνωριμίας με κάποια γυναίκα υιοθετούν επιλεκτικά διεστραμένες γνωσίες οι οποίες ενθαρρύνουν την εξέλιξη στη σεξουαλική πράξη και συγχρόνως ελαχιστοποιούν την πιθανότητα περιορισμού της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Ποιά είναι τα Κλινικά Χαρακτηριστικά των Βιαστών;

Σε γενικές γραμμές, οι βιαστές, τουλάχιστον αυτοί οι οποίοι έχουν φυλακιστεί για το αδίκημα του βιασμού, δεν φαίνεται να διαφέρουν από τα άτομα με άλλου τύπου παραπτωματικότητα. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι και οι δύο ομάδες προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, έχουν σταματήσει την εκπαίδευση στο γυμνάσιο, παρουσιάζουν ασταθές επαγγελματικό ιστορικό, συνήθως ως ανειδίκευτοι, εμφανίζουν ομοιότητες στο ψυχιατρικό ιστορικό και γενικά στην κοινωνική επιδεξιότητα, με εξαίρεση την ανοικτότητα.

Παρ' όλα αυτά, έχουν βρεθεί κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ βιαστών και παιδόφιλων, οι οποίες σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά τόσο της ενήλικης φάσης, όσο και της προηγούμενης αναπτυξιακής φάσης. Οι βιαστές, σε σχέση με τους παιδόφιλους, τείνουν να είναι νεότεροι σε ηλικία, να έχουν τελειώσει γυμνάσιο, να επιβάλλονται (επιθετικοί) παρά να τους επιβάλλονται (παθητικοί), καθώς και να έχουν παντρευτεί ή να έχουν συσχετιστεί με γυναίκα για τουλάχιστον ένα χρόνο (Christie et al, 1979), ενώ τείνουν λιγότερο να εμφανίζουν πνευματική καθυστέρηση ή κάποιο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο (Henn, Herjanic, &Vanderpearl, 1976, Swanson, 1968).

Κατά τα στάδια της ανάπτυξης, οι βιαστές σε σχέση με τους παιδεραστές, έχουν την τάση να προέρχονται από μη χωρισμένους γονείς, να μην έχουν συγγενείς με ψυχιατρικό ιστορικό, έχουν τις μισές πιθανότητες να έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, να μην έχουν εμφανίσει ιδιαίτερα σωματικά προβλήματα υγείας, αλλά να έχουν κακομεταχειριστεί ζώα και να έχουν παρουσιάσει προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο (Bard et al, 1987). Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στην περίπτωση που ο βιαστής είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά, οι πιθανότητες να έχει διαπραχθεί η πράξη από τον πατέρα του θύματος μέσα σε ένα περιβάλλον με ιστορικό ψυχιατρικό, αλκοόλ/ναρκωτικών, ή ποινικό είναι τριπλάσιες αυτών για ένα παιδεραστή (Seghorn et al, 1987).

Σε μία προσπάθεια διερεύνησης των κοινών αναπτυξιακών παραμέτρων σε βιαστές και παιδόφιλους, οι Prentky et al (1989) πρότειναν τέσσερις σημαντικούς παράγοντες: την αδιαφορία των ατόμων που τους φρόντισαν, το ιστορικό διαβίωσης σε ιδρύματα, τη σωματική κακοποίηση και αμέλεια, και τη σεξουαλική κακοποίηση. Συσχετίζοντας κατόπιν τους τέσσερις αυτούς παράγοντες με τη σεξουαλική ή τη μη σεξουαλική επιθετικότητα που παρουσιάστηκε κατά την ενηλικίωση, βρέθηκε ότι η έλλειψη στοργής και η σεξουαλική παρέκκλιση στο οικογενειακό περιβάλλον σχετίζονταν με την ένταση της σεξουαλικής επιθετικότητας, ενώ το ιστορικό διαβίωσης σε ιδρύματα και η σωματική κακοποίηση σχετίζονταν με την ένταση της μη σεξουαλικής επιθετικότητας. Η εμπειρία λοιπόν της σεξουαλικής κακοποίησης και η ποιότητα των πρώιμων διαπροσωπικών σχέσεων ενός αγοριού παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της σεξουαλικής (Marhall, 1989a, Ward, Hudson, Marshall, & Siegert, 1995).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση της πορνογραφίας από τους δράστες σεξουαλικών επιθέσεων, είτε ως στοιχείο της αναπτυξιακής τους πορείας ή ως στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει σεξουαλική επίθεση. Στο σημείο αυτό υπάρχουν επίσης κάποιες διαφορές μεταξύ βιαστών και παιδόφιλων, αφού οι περισσότερες έρευνες βρίσκουν ότι οι βιαστές δηλώνουν γενικά μικρότερη χρήση πορνογραφίας, σε σύγκριση με τους παιδεραστές, ειδικά κατά την περίοδο της σεξουαλικής επίθεσης (Carter, Prentky, Knight, Vanderveer, & Boucher, 1987, Cook, Fosen, & Pacht, 1971, Goldstein, Kant, Judd, Rice, & Green, 1971). Είναι πολύ πιθανό όμως οι διαφορές αυτές να αντανακλούν διαφορετικό τύπο πορνογραφικού υλικού, καθώς και το γεγονός ότι οι παιδόφιλοι συνηθίζουν να χρησιμοποιούν το σχετικό υλικό για τις αυνανιστικές τους φαντασιώσεις κατά το διάστημα ανάμεσα σε δύο επιθέσεις (Marshall, 1989b).

Η φαλλομετρική διάκριση μεταξύ βιαστών και μη βιαστών έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια μεταστροφή. Στη βιβλιογραφία στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 80 διατυπωνόταν ξεκάθαρα ότι τα πρότυπα της σεξουαλικής διέγερσης των βιαστών διέφεραν από εκείνα των μη βιαστών  παρατηρώντας μάλιστα ότι οι βιαστές αντιδρούν ανάλογα και στις περιπτώσεις μη σεξουαλικής βίας εις βάρος γυναικών, και υποθέτοντας ότι τα κίνητρα της βίας αποτελούν το συνδετικό κρίκο. Πιο πρόσφατες όμως έρευνες εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες στα προφίλ βιαστών και μη βιαστών αφού και οι δύο ομάδες παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης σε ερεθίσματα με σκηνές βιασμού, σε σχέση με ερεθίσματα που περιέχουν συναινετική σεξουαλική συνεύρεση. Πιθανότερη αιτία της ασυμφωνίας αυτής θεωρείται η επιλογή των ατόμων κατά τις αρχικές έρευνες από ακραία αποκλίνουσες περιπτώσεις.

Παρόλα αυτά, οι βιαστές που δεν αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικά θεωρείται ότι παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο επανάληψης της πράξης σε σύγκριση με άλλους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τους δράστες αιμομιξίας. Τα επίσημα ποσοστά υποτροπής κυμαίνονται μεταξύ του 6% και 35% (Marshall & Barbaree, 1990b) με τις περισσότερες τιμές να εμφανίζουν συγκέντρωση γύρω στο 10% (Hudson & Bakker, 1997)). Μία πρόσφατη μετα-ανάλυση 61 μελετών, σε 1.839 βιαστές, όμως έδειξε ποσοστό επανάληψης της σεξουαλικής επίθεσης 18.9% (Hanson & Bussiere, 1996). Μελέτη που περιελάμβανε άτομα που διέπραξαν βιασμό και βρίσκονταν υπο συνεχή παρακολούθηση (Marshal & Bussiere, 1996) βρήκε ότι τα ποσοστά υποτροπής ήταν 2,4 φορές υψηλότερα από τους παιδόφιλους και 2,8 φορές υψηλότερα από τους επιδειξίες. Αν λάβουμε υπόψη τον συντελεστή του Koss (1992), που κυμαίνεται από 4 εως και 10, τότε τα ποσοστά για τους βιαστές τείνουν να εξισωθούν με εκείνα άλλων τύπων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων που έχουν φυλακιστεί.
Πάσχουν οι Βιαστές από Ψυχιατρικές διαταραχές;

Η παρουσία μείζονων ψυχιατρικών συμπτωμάτων δεν θεωρείται κάτι ασυνήθιστο στους βιαστές. Η κατάχρηση και η εξάρτηση από αλκοόλ ή άλλες ουσίες επικρατούν μέχρι και στο 70% των βιαστών, ενώ στο ένα τρίτο διαγνώσκεται καταθλιπτική διαταραχή (Hillbrand, Foster, & Hirt, 1990). Οι Seghorn et al (1987) αναφέρουν χαμηλότερα ποσοστά ψυχιατρικής διαταραχής: 7% σχιζοφρένεια, 2% σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, 3% μείζων κατάθλιψη, και 6% οργανικό ψυχοσύνδρομο. Θεωρείται πολύ πιθανό ότι τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από το μέσο όρο του συνολικού πληθυσμού των φυλακών (Hudson & Murrow, 1997).

Εξετάζοντας τις διαταραχές του ’ξονα ΙΙ, οι Seghorn et al (1987) παρατήρησαν ότι το ένα τρίτο σχεδόν του δείγματος εμφάνιζε διαταραχή προσωπικότητας, ενώ πολύ υψηλότερα ποσοστά, έως και 90%, βρέθηκαν από άλλους ερευνητές (Berner, Barger, Gutierez, Jordan, &Berger, 1992, Serin, Malcolm, Khanna, & Barbaree, 1994, Stermac & Quinsey, 1986). Είναι επίσης πιθανόν τα ποσοστά αυτά να μην διαφέρουν κατά πολύ από τα ποσοστά που αφορούν το συνολικό πληθυσμό των φυλακών.

Ένα άλλο ερώτημα είναι: Οι βιαστές μόνο βιάζουν; Και εάν όχι, παρουσιάζουν κάποια άλλη σεξουαλική παρέκκλιση ή άλλου τύπου δραστηριότητα; (Freund, 1990)

Η επιδειξιμανία ανέκαθεν συνδεόταν με τον βιασμό (Paitich et al, 1977, Rooth, 1973, Yalom, 1960). Οι Gebhard et al (1965) υποστηρίζουν ότι ο ένας στους 10 επιδειξίες έχει σκεφτεί σοβαρά ή και επιχειρήσει βιασμό.

Επίσης, από τη μελέτη των Stermac & Hall (1989) βρέθηκε ότι οι δράστες οι οποίοι παρουσίαζαν κλιμάκωση στη σεξουαλική επιθετικότητα συνήθως είχαν διαπράξει προηγουμένως σεξουαλική επίθεση ''χωρίς επαφή'', όπως επίδειξη γεννητικών οργάνων.

Από την έρευνα των Abel et al (1986) προκύπτει ότι από τους 126 βιαστές που εξετάστηκαν, το 44% είχε κακοποιήσει σεξουαλικά κορίτσια εκτός οικογενειακού κύκλου, ενώ το 14% είχε κακοποιήσει σεξουαλικά και αγόρια εκτός οικογενειακού κύκλου. Παρατηρήθηκε επίσης ότι οι βιαστές που έχουν καταδικαστεί έχουν συχνά καταδικαστεί και για μη σεξουαλική εγκληματική δραστηριότητα, ενώ το γεγονός αυτό φαίνεται να ισχύει και για τους έφηβους βιαστές (Epps, 1991). Βρέθηκε ότι οι μισοί περίπου από τους βιαστές έχουν καταδικαστεί συγχρόνως και για άλλες μη σεξουαλικές εγκληματικές πράξεις, ενώ σχεδόν όλοι τους έχουν διαπράξει τουλάχιστον μία μη σεξουαλικού τύπου επίθεση. Δεν έχει προσδιοριστεί όμως εάν τα ευρήματα αυτά χαρακτηρίζουν όλους τους βιαστές, περιλαμβανομένων και των ευκαιριακών.
Ποιά είναι τα σπουδαιότερα στοιχεία από το ιστορικό ενός ατόμου που κατηγορείται για βιασμό;

Οικογενειακό Ιστορικό: Η οικογένεια παρέχει το βασικό πλαίσιο μαθησιακής ανάπτυξης. Έχει ταυτοποιηθεί ένας αριθμός οικογενειακών παραγόντων που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη σεξουαλικής επιθετικότητας. Διαπροσωπικοί παράγοντες, όπως αρνητικές και απομακρυσμένες σχέσεις με γονείς, ασταθής ή αμελής φροντίδα, απώλεια γονέος λόγω θανάτου, χωρισμού ή διαζυγίου και υψηλή συχνότητα σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης, χαρακτηρίζουν τις πρώιμες παιδικές εμπειρίες πολλών σεξουαλικών παραπτωματιών (Fagen & Wexler, 1988, Prentky et al, 1989, Ryan & Lane, 1991, Seghorn et al, 1987, Tingle et al, 1986). Είναι επομένως σημαντι&kappa