Η Ζωή πίσω από τη Λάσκαρη: Δεν με τρομάζει τίποτα παρά μόνο ο θάνατος. Ελπίζω να αργήσει…

19 Αυγ. 2017 - 07:28 | Show Biz
Η Ζωή πίσω από τη Λάσκαρη: Δεν με τρομάζει τίποτα παρά μόνο ο θάνατος. Ελπίζω να αργήσει…

Δεν με τρομάζει τίποτα παρά μόνο ο θάνατος διότι ξέρω ότι αυτό θα είναι το αποτέλεσμα. Αλλά ελπίζω να αργήσει…»

Δεν άργησε όσο θα ήθελε. Στα 73 της χρόνια – ενάμιση χρόνο από τότε που έκανε εκείνη τη δήλωσή της στο TheTOC -  η Ζωή Λάσκαρη άφησε τον κόσμο ετούτο έχοντας ζήσει «εκατό ζωές». Δυο μεγάλες συνεντεύξεις έδωσε στο TheTOC, τον Απρίλιο του 2016 και τον Μάρτιο του 2017, η δεύτερη πέντε μήνες πριν φύγει, ανοίγοντας διάπλατα τα παράθυρα μιας ψυχής ζυμωμένης από τόλμη και φιλότιμο.

Από τι - ακόμα - υλικό ήταν φτιαγμένο αυτό το ατίθασο κορίτσι με το αγαλματένιο σώμα που αποτέλεσε μαζί με τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη την «Αγία Τριάδα» της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου; Ποια ήταν η στόφα της γυναίκας που έμαθε από μικρή να σηκώνει το δικό της μπαϊράκι και να δηλώνει συμμετοχή στα καλλιστεία σε μη νόμιμη ηλικία, να σπάει το κατεστημένο του «καλού κοριτσιού», να γίνεται η δυναμική, μοιραία γυναίκα της Finos Films και αντικείμενο πόθου σύσσωμου του αντρικού πληθυσμού, να γυρνάει ουσιαστικά αργότερα την πλάτη της στον κινηματογράφο από τη δεκαετία του ’80, να στρέφει εν συνεχεία το βλέμμα της στο θέατρο ανεβάζοντας από Μίλερ έως Λούλα Αναγνωστάκη στη δική της σκηνή από το 2003, να πέφτει στα κάρβουνα για τους μεγάλους έρωτες, και βέβαια να μη διστάζει να αντικρύσει την εικόνα της κατάματα: «Botox και πλαστικές; Ότι χρειάζεται να κάνω θα το κάνω. Όλα αγάπη μου. Τελείωσε. Όλα σου λέω… Εγώ είμαι η Ζωή Λάσκαρη. Απρόβλεπτη και πάρα πολύ καλός άνθρωπος».

Μια ντίβα με «μπέσα». Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγράψει  ο συνομιλητής της τα συστατικά τα οποία δημιούργησαν αυτή τη φίρμα στην οποία, όμως, έπεσε εξαιρετικά άβολο το κοστούμι της σταρ. Και στα καλλιστεία του 1959 ακόμα σ’ εκείνη τη «φαντασμαγορική χοροεσπερίδα στα Αστέρια της Γλυφάδας που εξελέγη Σταρ Ελλάς η 18ετής δεσποινίς Ζωΐτσα Κουρούκλη με το ψευδώνυμο “Αμαρυλλίς”», η καταγόμενη από τη Θεσσαλονίκη, Ζωή Λάσκαρη, δεν πήγε με δική της πρωτοβουλία.

«Α, αυτή δεν ήταν δική μου απόφαση. ΄Ηταν του θείου μου, του αδερφού του πατέρα μου. Του είπα μια μέρα “ο παππούς και η γιαγιά (σ.σ. εκείνοι τη μεγάλωσαν όταν από πολύ μικρή ηλικία έχασε τους γονείς της) είπαν ότι είμαι πολύ ζωηρή και θέλουν να με παντρέψουν. Εγώ θα φύγω από το σπίτι”. Κι έτσι ο θείος μου αποφάσισε να με πάει στα Καλλιστεία».

O τίτλος της Σταρ Ελλάς ήταν η αφορμή να επιλεγεί για πρωταγωνίστρια της ταινίας «Ο Κατήφορος» του 1961 σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη. Η τεράστια επιτυχία της ταινίας έκανε την Λάσκαρη μία από τις μεγαλύτερες σταρ της εποχής και μόνιμη πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου, υπογράφoντας αποκλειστικό συμβόλαιο με τη σημαντικότερη ελληνική εταιρία παραγωγής, τη Φίνος Φιλμ.  Από τότε πρωταγωνίστησε σε πολύ μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες και στα περισσότερα είδη ταινιών της εποχής (κωμωδία, κοινωνικό δράμα, μιούζικαλ) κατά την χρυσή περίοδο του ελληνικού κινηματογράφου.

Η Ζωή Λάσκαρη ήταν ένας άνθρωπος έντιμος και ντόμπρος. ΄Ηξερε να αποδίδει εκεί που οφείλει: «Ναι, επιμένω και το λέω: Οφείλω τα πάντα στο Φίνο. Ο Φίνος με καθιέρωσε, ο Φίνος πρόσεχε τους ρόλους μου. Ο Φίνος κοίταζε τη σκηνή κι αν κάτι πήγαινε στραβά έλεγε: “Ξανά η σκηνή”.  Ασε που μου έμαθε να θέλω να είναι τα πράγματα τέλεια. Το είχε, βέβαια, και η κούτρα μου… Αλλά εκεί εκπαιδεύτηκα. Τώρα κάνεις ένα σίριαλ και σου λένε: ‘Ελα, δεν πειράζει, δεν καταλαβαίνει ο κόσμος”. Εγώ στεναχωριέμαι διότι ξέρω ότι καταλαβαίνει ο κόσμος…»

Ο άνθρωπος που επίσης της έλειπε πολύ μέχρι τέλους εκτός από το Φίνο ήταν η Αλίκη. Είχαν διαφορετικές οπτικές γωνίες με το «αντίπαλο δέος της εποχής», αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να της λείπει αυτό το «ανασφαλές, τρυφερό και σπουδαίο άτομο». Και ποτέ, όπως τουλάχιστον δήλωσε η Ζωή, δεν είχαν ανταγωνισμό.  «Με την Αλίκη; Ποτέ! Είμασταν κολλητές. Διότι εγώ σεβάστηκα ότι εκείνη ήταν "καριερίστα". Εγώ δεν ήμουν. Εγώ ντρεπόμουν να πω για τις ταινίες μου… ΄Εβλεπα μια γυναίκα 10 χρόνια πιο μπροστά από εμένα, που είχε κάνει όλες αυτές τις υποχωρήσεις για να κάνει την καριέρα της τις οποίες εγώ δεν έκανα ποτέ. Τι να λέμε για την Αλίκη; Αφιέρωσε όλη τη ζωή της εκεί». Κι εκείνη; «Ότι μου κατέβαινε στην κούτρα μου. Καταρχάς, η καριέρα δεν ήταν ποτέ το ζητούμενό μου. "Καριερίστρια" δεν υπήρξα ποτέ. Δεν με αφορούσε κι ούτε και με αφορά. Δεν κυνηγούσα καμία καριέρα. Δεν χαλάλισα τη ζωή μου για καμία καριέρα».

Μπορεί ο κινηματογράφος να της χάρισε δόξα που λίγοι γνώρισαν στο συνάφι της, από τη δεκαετία του ’80, όμως, του γύρισε την πλάτη αφού όλα ήταν τόσο διαφορετικά απ’ ότι την εποχή του λατρεμένου της Φίνου.

«Ποιο σινεμά; Υπάρχει; Κοίταξε, ας μη κοροϊδευόμαστε. Μετά το Φίνο τελείωσε η ιστορία. Βέβαια ήρθαν κάποιοι σκηνοθέτες, κάποιοι καλύτεροι, κάποιοι χειρότεροι αλλά το story πρέπει να έχει αρχή μέση και τέλος κι όχι αυτά τα ψυχοβγαλτικά του κάθε σκηνοθέτη. Ναι, έκανα μια συμμετοχή σε ταινία του Καρυπίδη (σ.σ. η ταινία «Αναμέτρηση του 1982)  κι αυτό ήταν. Κοίταξε να δεις αγαπούλα μου. Το σημαντικότερο πράγμα είναι η διανομή. Ο ηθοποιός άμα τη εμφανίσει του το 50% πρέπει να πείθει ότι είναι ο ρόλος. Ποιο σινεμά σήμερα; Εχουν την Ολια Λαζαρίδου και τη Θέμις Μπαζάκα. Εγώ είμαι λίγο εξτραβαγκάντ…»

Ηταν 12 μιας νύχτας του 1996 όταν χτύπησε το τηλέφωνό της κι ο Μιχάλης Κακογιάννης της πρότεινε να παίξει το ρόλο της Ελένης στις Τρωάδες του Ευριπίδη στην Επίδαυρο. «΄Όταν δεν κυνηγάς κάτι σου έρχεται…» Δεν ξανακατέβηκε έκτοτε: «Ναι, δεν μου ξαναείπε κανείς κι ευτυχώς. Αυτό που έκανα ήταν αρκετό. Μα η Λαμπέτη, ο Χορν, δεν έκαναν ποτέ Επίδαυρο…»

Η νέα μεγάλη αγάπη της, το θέατρο αποδείχτηκε και πιο ανθεκτική. Ιδιαίτερα από το 2003 που ίδρυσε τη σκηνή «Ζωή Λάσκαρη» στην «Αθηναϊδα» δεν πέρασε ούτε μια σαιζόν χωρίς να ανεβάσει παράσταση. Την προτελευταία σαιζόν μετά από κλασσικό δραματολόγιο ήρθε η σειρά να υπερασπιστεί τον συγγραφέα Νίκο Μουτσινά και τα πυρά που δέχτηκε ανεβάζοντας την παράσταση «Νύφη κουράγιο» στην οποία συμπρωταγωνίστησε με την κόρη της, Μαρία Ελένη Λυουρέζου, ενώ τον ερχόμενο θεατρικό χειμώνα θα έπαιζε στο «Δουλειές με φούντες» του Γιώργου Γιαννακόπουλου σε σκηνοθεσία Αντώνη Λουδάρου. Ποιος το περίμενε ότι θα έφευγε από τη ζωή, ενώ τα σκηνικά ήταν ήδη στημένα και το ραντεβού για την πρώτη ανάγνωση είχε οριστεί την 1η Σεπτεμβρίου!

Είχε, άραγε, κάποιο καλλιτεχνικό απωθημένο;

«Ε όχι δα.΄Ελα καλέ. Σιγά και μην έχω απωθημένο ρόλου. ΄Ότι ήταν να το κάνω το έκανα. Ποτέ δεν είχα το “Α, να παίξω αυτό το ρόλο”. Πόσο γελοία θα ήμουνα! Συνεργάστηκα με τους καλύτερους σκηνοθέτες που υπάρχουν. Κι είμαι ευτυχής γιατί πήρα από τον καθένα πάρα πολλά. Κακογιάννης, Βολανάκης, Βουτσινάς, Σαπίρο, Τσακίρης. Είμαι γεμάτη…»

Στις επιλογές της Ζωής Λάσκαρη μέτρησαν, πάντως, πιο πολύ τα «όχι» παρά τα «ναι». «Τα όχι σου φτιάχνουν τη ζωή σου, όχι τα ναι… Τα όχι σου φτιάχνουν τη διάρκεια. Εκ των υστέρων το καταλαβαίνεις…»

Στον μεγάλο έρωτα, ωστόσο, τον καταστροφικό κι απόλυτο δεν είπε ποτέ όχι: «Εχω ερωτευθεί πάρα πολλές φορές, έχω κλάψει, έχω συρθεί αν  θέλεις κι είμαι γεμάτη και πανευτυχής. Διότι αν δεν ερωτευθείς πολύ έχεις χάσει τη ζωή… Ξέρεις γιατί; Γιατί φοβάσαι να “μπεις μέσα με τα μπούνια”. Κι όταν φοβάσαι, τότε άστα να πάνε… Η ζωή είναι δική σου, σου ανήκει και μια φορά ζεις. Εκτός αν προσβάλλεις κάποιον. Ποτέ δεν σκέφτηκα τι θα πει ο ένας ή ο άλλος αρκεί που δεν πρόσβαλλα κανέναν». Μη της ζητούσες, όμως ονόματα: «Τι θες ονόματα; Αυτό είναι αδύνατον αγάπη μου. Ότι ξέρεις, ξέρεις. ΄Αλλωστε τι σημασία έχει; Τους ερωτεύτηκα όλους πάρα πολύ. Τους ερωτεύτηκα όλους για θάνατο. Ημουν ερωτιάρα. Μ’ αρέσουν αυτά. Κι έτσι γέμισα και δεν έχω απωθημένα. Για μένα δεν ενδιαφέρεσαι; Ποιοι ήταν αυτοί τι σε νοιάζει; Εμπαινα στα κάρβουνα, καιγόμουν, και μ’ άρεσε. Αυτό δεν σου φτάνει;»

Για τη Ζωή Λάσκαρη, ωστόσο, είχε ηλικία ο έρωτας. «Δηλαδή τώρα εγώ στα 72 μου τι να ερωτευθώ; Να μπω σε περιπέτεια όταν έχω έναν άντρα που λατρεύω; Γιατί;»

Όχι, κανένα κομματάκι δεν θα τοποθετούσε διαφορετικά στο παζλ της ζωής της: «Όχι καλέ… Μια χαρά καμωμένα όλα. Είναι σοφός Αυτός, ξέρει τι κάνει. Μια χαρά. Εκατό ζωές έχω ζήσει».

Αραγε, η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της ντίβα; «Κοίταξε, το ντίβα είναι πολύ μεγάλη κουβέντα. Μια από τις λίγες τελευταίες των Μοϊκανών να το δεχτώ. Αλλά αυτός ο κύκλος έχει κλείσει. Κι απορώ γιατί έχω μείνει εγώ εδώ κι έχουν φύγει όλοι οι άλλοι…»