Δε θέλω να πεθάνω! Είναι όμορφη η ζωή. Κοίτα πόσο όμορφη είναι

12 Αυγ. 2020 - 08:28 | Show Biz
Δε θέλω να πεθάνω! Είναι όμορφη η ζωή. Κοίτα πόσο όμορφη είναι

Στις 27 Μαρτίου του 2004, που μεταδόθηκε η εκπομπή της Σεμίνας Διγενή «Κοίτα τι έκανες» αφιερωμένη στη Βίκυ Μοσχολιού, η Βίκυ είχε μπροστά της μόλις ενάμιση χρόνο ζωής
«Αλλιώς το είχα φανταστεί κι αλλιώς το πράγμα μού προκύπτει, το σχέδιο δε με καλύπτει…» Η Βίκυ τραγουδάει και τα μάτια της είναι θολά. Έτσι όπως τη βλέπω δίπλα μου, τη νιώθω να ’ναι παιδάκι, σαν ένα μικρό κοριτσάκι που χάθηκε. Τόσες μέρες που μιλάμε κι από κοντά και στο τηλέφωνο, μου δίνει την αίσθηση ενός μικρού τρομαγμένου παιδιού.

Εκεί που σχεδιάζουμε το πώς θα στήσουμε την εκπομπή στην ΕΡΤ, ποιους θα καλέσουμε, τι ρεπορτάζ θα γίνουν, ξαφνικά με ρωτάει: «Σκέφτεσαι, δηλαδή, να τέλειωναν όλα εδώ;Τόσο γρήγορα; Δεν είναι άδικο να φύγω τόσο νωρίς; Όλη μου τη ζωή δουλεύω, δεν τα χάρηκα τα παιδιά μου. Ευτυχώς που με λυπήθηκε ο Θεός και γλίτωσα».

Πάει να δακρύσει, αλλά αλλάζω κουβέντα, ηρεμεί, διαλέγουμε τα τραγούδια που θα πει και ξεχνιέται.

Τώρα, όμως, που κάνουμε επιτέλους, αυτήν την εκπομπή (ήρθε ή ίδια στο γραφείο μου, μαζί με την Αρετή, και ζήτησε να γίνει), παρακολουθώ τον τρόπο με τον οποίο χάνεται τραγουδώντας κάποια κομμάτια· το βλέμμα της στη «Μαρκίζα», ας πούμε. Ή πώς, όταν λέει «Θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει…», δε βλέπει εμάς. Ταξιδεύει κάπου, που μόνο εκείνη ξέρει.

Παρότι είναι αδύναμη και ταλαιπωρημένη από την περιπέτεια της υγείας της, έχει απίστευτη ενέργεια (ή θέλει να δείχνει ότι έχει), πολύ κέφι και εντυπωσιακές αντοχές. Πέντε ώρες γύρισμα σερί, τραγουδάει, χορεύει, αστειεύεται, συγκινείται, χαίρεται. Στην παρέα είναι ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, η σύζυγος του Απόστολου Καλδάρα, Λούλα, τρεις φίλοι της παλιοί ποδοσφαιριστές, ο Γιάννης Σπυρόπουλος-Μπαχ, ο Γιώργος Μακράκης, η Αγγελική Νικολούλη, ο Κώστας Μπαλαχούτης, κι επειδή ήθελε και δυό νέους τραγουδιστές, να τραγουδήσει μαζί τους, έχουμε καλέσει τον Γιώργο Γιαννιά και τον Νίκο Βέρτη, οι οποίοι δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους ακούγοντας γι’ αυτήν την ξαφνική ευλογία της συνύπαρξης με τη Μοσχολιού.

Ο μεγάλος καημός της είναι που δεν της δίνουν το Μέγαρο Μουσικής να τραγουδήσει. Το είχε προσπαθήσει πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μου το έχει πει εκατό φορές. Δεν μπορεί να χωνέψει ότι μπορεί να φύγει, χωρίς να τραγουδήσει στο Μέγαρο, τρελαίνεται. Τηλεφωνώ στην Ελένη Σπανοπούλου, που είναι τότε ο άνθρωπος-κλειδί εκεί, και την παρακαλώ γονατιστή. Σε λίγες μέρες το θέμα είχε ρυθμιστεί. Ζητάω από την Ελένη μια επίσημη πρόταση από το Μέγαρο προς τη Μοσχολιού για να τραγουδήσει εκεί. Μου τη στέλνει. Τη  δείχνω στη Βίκυ. Δεν πιστεύει στα μάτια της, χαίρεται σαν μικρό παιδί, αν και της ξεφεύγουν και λίγα δάκρυα. Μοιάζει ευτυχισμένη. Όμως δεν το πρόλαβε…

«Στις 27 Μαρτίου του 2004, που μεταδόθηκε η εκπομπή της Σεμίνας Διγενή «Κοίτα τι έκανες» αφιερωμένη στη Βίκυ Μοσχολιού, η Βίκυ είχε μπροστά της μόλις ενάμιση χρόνο ζωής. Κι όμως, η δύναμη και η ενέργεια που εξέπεμπε ήταν απίστευτες. Νομίζω πως ήταν μια απ’ τις καλύτερες τηλεοπτικές εμφανίσεις αυτής της μεγάλης τραγουδίστριας και φίλης μου, που φεύγοντας άφησε ένα τόσο δυσαναπλήρωτο κενό».

Η Βίκυ... Έχω έντονες εικόνες από ένα ταξίδι μας, για μια συναυλία της στο Ρέθυμνο. Μιλάμε πολύ. Για όλα. Είμαστε καλεσμένες του προέδρου του Ομίλου Βρακοφόρων και αποφασισμένες να περάσουμε καλά. Ο κόσμος την αποθεώνει. Οι άνθρωποι στην Επισκοπή τής δείχνουν με κάθε τρόπο τη λατρεία τους.

Ένα βράδυ, πάμε στο σπίτι της Ευρυδίκης Κιαγιαδάκη, θερμής θαυμάστριάς της και μαμάς της αγαπημένης μου φίλης Λούσης και του Στέλιου, στην Αργυρούπολη. Η φιλόξενη και ξακουστή για το μαγειρικό ταλέντο της Ευρυδίκη, έχει ετοιμάσει ένα τραπέζι που ξετρελαίνει τη Βίκυ. Μοιάζει με τραπέζι γάμου. Είμαστε κάπου δέκα άτομα κι έχει μαγειρέψει για πενήντα.

Μου λέει η Βίκυ: «Ρε συ, θέλω να ορμήσω και να τα φάω όλα!»

«Θα το κάψουμε απόψε, κυρ-Στέφανε» της λέω, και κηρύσσουμε την έναρξη της μάχης με το αντικριστό, τα καλτσουνάκια, το γαμοπίλαφο, τη στάκα, το σταμναγκάθι το τσιγαριαστό, τη μαραθόπιτα, τους χοχλιούς τους μπουμπουριστούς, τον ντάκο, τη σφακιανή πίτα και το πάθος μου το αμαρτωλό, τα μακαρούνια τα σκιουφιχτά.
Χαίρεται και ξερογλείφεται που η Ευρυδίκη φέρνει και ξαναφέρνει πιάτα με τις θρυλικές δημιουργίες της, ενώ της λέει συνέχεια πόσο την αγαπάει και πόσο όμορφη είναι.
«Μας παίρνει να φάμε κι άλλο ή θα μας διώξουν;» σκύβει και μου λέει, μασουλώντας ντάκο. «Θα μας διώξουν μόνο  αν δεν τα φάμε όλα!» απαντώ. Χαίρομαι τόσο πολύ που διασκεδάζει σ’ αυτό το μεγάλο φαγοπότι (αν και στην πραγματικότητα η ίδια τσιμπολογάει σαν πουλάκι), που έχει στηθεί προς τιμή της στον υπέροχο κήπο της Ευρυδίκης.

Κάποια στιγμή, ανάμεσα σε μαντινάδες και γέλια, μου λέει στο αυτί: «Δε θέλω να πεθάνω! Είναι όμορφη η ζωή. Κοίτα πόσο όμορφη είναι! Δε θέλω να τη χάσω… Να, όλο αυτό που περνάμε εδώ τώρα, θέλω να το ξαναζήσω! Και μετά, να μπορώ να δω τα παιδιά μου, τη μάνα μου, τα αδέλφια, τους φίλους μου. Δε θέλω να ’μαι μέχρι εδώ. Θέλω να ζήσω και να τραγουδάω. Και να γελάμε».

Είναι σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Η Αρετή δίπλα της την παίρνει χαμπάρι και της πιάνει το χέρι.  Το γυρίζω στο σορολόπ: «Τώρα ζήσε και τρώγε. Θα παγώσει το αντικριστό, με τη λογοδιάρροια που σ’ έπιασε». Μου δίνει ένα φιλί. Τη φιλάω κι εγώ. Έτσι, όμως, όπως γυρίζει το κεφάλι της τη φιλάω σχεδόν στα μάτια. Μου τραγουδάει: «Μην τα φιλάς τα μάτια μου, τον χωρισμό φοβάμαι».
«Δε χωρίζουμε εμείς, αγάπη μου» της λέω. Εκείνη όμως συνεχίζει: «Γιατί απ’ τα χρόνια τα παλιά, στα μάτια, λένε, χωρισμός είν’ τα φιλιά».

Η Βίκυ έφυγε 16 Αυγούστου 2005. Έναν χρόνο μετά την εκπομπή.

(Στο άρθρο περιέχονται αποσπάσματα από το βιβλίο της Σεμίνας Διγενή «Κίτρινο Υποβρύχιο», εκδόσεις Πατάκη).

Η εκπομπή θα μεταδοθεί την Τετάρτη 12 Αυγούστου στην ΕΡΤ2

Αποκαλύψεις για τους τελευταίους μήνες της ζωής της Βίκυς Μοσχολιού, που προκαλούν ρίγη συγκίνησης, έρχονται πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας.

Σήμερα, 16 Αυγούστου, συμπληρώνονται δεκατρία χρόνια από τον θάνατο της κορυφαίας Ελληνίδας τραγουδίστριας με τη στεντόρεια φωνή και, με αυτή την αφορμή, η «Espresso» συνομίλησε με τη μικρή της κόρη Ευαγγελία Δομάζου και με την αδελφή της Αθηνά Μοσχολιού. Οι δύο γυναίκες, έχοντας εξομολογητική διάθεση, μας εκμυστηρεύτηκαν -μεταξύ άλλων- την επιθυμία της αξέχαστης Βίκυς να γίνει μοναχή, τις οδηγίες που τους έδωσε για την κηδεία της (!) αλλά και το όνειρο που είχε δει με το νεκρό παιδί της, το οποίο την έκανε να καταλάβει ότι το τέλος της πλησίαζε.

Η συνάντησή μας με την Ευαγγελία και την Αθηνά έγινε στο ιδιόκτητο μοναστήρι της οικογένειας Μοσχολιού, στο όρος Καβελάρης Μεγάρων. Επρόκειτο για το ησυχαστήριο της σπουδαίας καλλιτέχνιδας, καθώς περισσότερα από 50 χρόνια ηγουμένη εκεί ήταν η μητέρα της Ελισάβετ, ενώ μόναζε και η θεία της. Μετά τον θάνατο της Βίκυς μάλιστα έγινε μοναχός και ο αδερφός της Νίκος.

«Η μητέρα μου προσευχόταν πολύ. Ηταν πολύ θρήσκα γυναίκα και πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Κι εμάς όμως -εμένα και την αδελφή μου τη Ράνια- ως παιδάκια μάς πήγαινε συνέχεια. Η ίδια προτού φύγει από τη ζωή είχε εκφράσει μάλιστα την επιθυμία της να γίνει μοναχή. Ηθελε να χειροτονηθεί. Ομως, εγώ και η αδερφή μου δεν επιθυμούσαμε με τίποτα να συμβεί αυτό και την αποτρέψαμε» αποκαλύπτει στην «Espresso» η Ευαγγελία Δομάζου. Σε ερώτησή μας αν η Βίκυ φοβόταν τον θάνατο, η κόρη της κομπιάζει. Δείχνει πολύ φορτισμένη συναισθηματικά.

«Θυμάμαι που έλεγε παλιότερα ότι φοβόταν τον θάνατο. Ομως, ποτέ δεν το είπε αυτό προς το τέλος της ζωής της. Ποτέ. Απεναντίας, έλεγε πως “αν έρθει εκείνη η στιγμή να φύγω, είμαι πλέον έτοιμη”. Η μάνα μου έπαιρνε δύναμη από την προσευχή. Ας πούμε, δεν την είδα ποτέ να κλαίει. Μόνο μια φορά και είχα απορήσει πραγματικά…» συνεχίζει και θυμάται με κάθε λεπτομέρεια εκείνη τη συγκλονιστική στιγμή.

«Ηταν τους τελευταίους μήνες της ζωής της, μόλις είχε βγει από το νοσοκομείο και με πήρε τηλέφωνο τρομοκρατημένη. Εκλαιγε γοερά. Είχε δει στον ύπνο της για πρώτη φορά στη ζωή της το μικρό μας αδελφάκι.

Το αγοράκι αυτό πέθανε μόλις το γέννησε η μάνα μου. Με το όνειρο αυτό, λοιπόν, κατάλαβε ότι το τέλος της πλησίαζε».

Οι μέρες του νοσοκομείου...

Η Βίκυ Μοσχολιού ταλαιπωρήθηκε πολύ από την αρρώστια της. Για τρία ολόκληρα χρόνια ανέβαινε σιωπηλά τον δικό της γολγοθά. «Ηταν πολύ δύσκολες και επίπονες οι μέρες του νοσοκομείου. Εμπαινε, έβγαινε… Με χειρουργεία αλλά και με μεγάλη δύναμη ψυχής. Ηθελε να ζήσει» περιγράφει η Ευαγγελία Δομάζου και συνεχίζει: «Εμείς με την αδερφή μου τότε ήμασταν στην Πάρο λόγω των οικογενειών μας. Εγώ, λοιπόν, δεν ήξερα τίποτα για το πρώτο χειρουργείο. Η αδερφή μου τα ήξερε όλα. Πήρα άδεια από τη δουλειά και πήγα απευθείας στο “Υγεία”. Το πρωί πριν από το χειρουργείο, που καθόταν καρτερικά στο δωμάτιό της, κρατούσε ένα κομποσκοίνι στο χέρι της και προσευχόταν. Μόλις με είδε καταχάρηκε. Πριν από το χειρουργείο μίλησα με τον ογκολόγο της, ο οποίος μου είπε τότε ότι έβλεπαν έναν μικρό όγκο στο πάγκρεας και ότι θα πρέπει να χειρουργηθεί. Ωστόσο, το χειρουργείο αργούσε να τελειώσει. Κάποια στιγμή βγαίνει ο ογκολόγος και μας ζητάει να τον ακολουθήσουμε στο γραφείο του. Μας βάζει να καθίσουμε και μας λέει: “Βγάλαμε το μισό συκώτι, βγάλαμε τη σπλήνα, το έντερο, το πάγκρεας. Βγάλαμε, βγάλαμε…’’. Τρελάθηκα. Δεν μπορούσα να πιστέψω όσα άκουγα. “Τι έμεινε;’’ τον ρωτώ με δάκρυα και μου απαντά:

“ Είχε καρκίνο παντού. Ακόμα και στα τοιχώματα’’. Η Ευαγγελία κάνει μια παύση στην ανατριχιαστική αφήγησή της και σκουπίζει τα δακρυσμένα μάτια της. Πίνει μια γουλιά νερό και προσπαθεί με κόπο να ολοκληρώσει: «“Συγγνώμη, γιατρέ, θα ζήσει;’’ τον ξαναρωτάω κι εκείνος αποκρίνεται: “Ο,τι μπορέσαμε κάναμε. Από εδώ και πέρα είναι στα χέρια του Θεού”. Εκεί έχασα τον κόσμο μου. Εφυγα από το γραφείο του κλαίγοντας και πήγα απευθείας στο εκκλησάκι που είχε απέξω στο νοσοκομείο. Κάθισα μόνη μου για να προσευχηθώ. Τηλεφωνώ σε μια φίλη μου και της λέω: “Αργυρώ μου, τη χάνω τη μάνα μου”» εξομολογείται με αναφιλητά η Ευαγγελία.

Η Αθηνά Μοσχολιού κρατά σφιχτά το χέρι της ανιψιάς της όλη την ώρα που μιλάει για την αξέχαστη Βίκυ. Η ίδια δεν θέλε να πει πολλά. Μοιράζεται όμως μαζί μας την πιο γλυκιά ανάμνηση που έχει με την αδελφή της από το μοναστήρι της οικογένειας.

«Τα πιο έντονα και γλυκά συναισθήματα τα έχω από το τελευταίο εκείνο Πάσχα που έμεινε εδώ κοντά μας. Ηταν από τις πιο έντονες στιγμές, χωρίς βέβαια να μπορώ να λησμονήσω καθετί που έζησα κοντά της γενικότερα» λέει στην «Espresso» και συνεχίζει: «Ολη η οικογένειά μας ήταν πολύ δεμένη. Το τελευταίο, λοιπόν, εκείνο Πάσχα το περάσαμε όλοι μαζί εδώ στο σπίτι και στο μικρό μοναστηράκι της μητέρας μου. Η Βίκυ δεν πίστευε τότε ότι θα πεθάνει. Ισως και να ήθελε να δείχνει αυτό προς τα έξω. Είχε μια απίστευτη εσωτερική δύναμη και ήθελε να τη μεταδώσει και σε εμάς. Δεν μας έδωσε να καταλάβουμε πως θα ήταν το τελευταίο της. Φαινόταν καλά, ευδιάθετη και με χιούμορ. Μάλιστα έψαλε στο εκκλησάκι τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας, κάναμε την περιφορά του Επιταφίου. Ηταν τόσο χαρούμενη που έζησε εκείνες τις στιγμές του Πάσχα, που όταν μετά μιλούσαμε στο τηλέφωνο έλεγε και ξαναέλεγε για το πόσο ευχάριστα είχε περάσει μαζί με όλη την οικογένεια».

Οι τελευταίες συγκλονιστικές επιθυμίες της

Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή η Βίκυ ζήτησε από τις πολυαγαπημένες της κόρες να διώξουν από το δωμάτιο τους πάντες και να μείνουν μόνες.

Η Ευαγγελία αφηγείται τη σκηνή με πολύ μεγάλη δυσκολία: «Ηξερε πλέον και η ίδια ότι βάδιζε προς το τέλος της. Θυμάμαι, κλαίγαμε εγώ και η αδερφή μου, αγκαλιασμένες. Μας λέει: «Κοιτάξτε, εγώ σε λίγο θα φύγω. Θέλω να είστε αγαπημένες και να δίνετε ελεημοσύνη στον κόσμο». Μας ρώτησε τι θα κάνουμε με το σπίτι της Πάρνηθας και της είπαμε ότι πρέπει να το πουλήσουμε. «Ναι παιδιά μου, να το πουλήσετε. Μη σας φάει αυτό το σπίτι», ήταν η απάντηση της. Επειτα μας είπε πώς ήθελε να γίνει η κηδεία της. Μας ζήτησε συγκεκριμένο νεκροθάφτη που τον γνώριζε, μας ζήτησε συγκεκριμένο ξύλο για την κάσα της και μας είπε ότι δεν ήθελε ν’ ακουμπήσει κανένας λουλούδια πάνω στο φέρετρο. Το μόνο που ήθελε ήταν ένας σταυρός από λευκά τριαντάφυλλα που θα έγραφε πάνω «Οι κόρες σου, τα εγγόνια σου».

Επίσης, ήταν επιθυμία να μην ανοιχτεί το φέρετρο, γιατί ήθελε ο κόσμος να τη θυμάται όπως όταν ήταν στις δόξες της. Μας ζήτησε να την θάψουμε στο Α΄ Νεκροταφείο με όλες τις τιμές, να την ακολουθούν μπουζουκάκια στο δρόμο για την τελευταία της κατοικία και πριν γίνει η νεκρώσιμος ακολουθία να την πάμε στο μοναστηράκι, στα Μέγαρα, για να τη διαβάσει και η γιαγιά Ελισάβετ, η οποία ήταν ηγουμένη εδώ. Εγώ και η αδερφή μου βέβαια κλαίγαμε συνεχώς και δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε από πού αντλούσε όλη αυτή την δύναμη. Κι εκείνη μας είχε αγκαλιά και προσπαθούσε να μας ηρεμήσει λέγοντας: «Μην κλαίτε. Τώρα είναι όλα καλά. Μετά θα έρθουν τα δύσκολα που πρέπει να αντιμετωπίσετε». Με την αδερφή μου εκπληρώσαμε όλα όσα μας ζήτησε.