Επικαιρότητα:

Ποιος είναι ο σωστός προληπτικός έλεγχος για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα;

03 Αυγ. 2015 - 09:12 | Σχέσεις

Ένα σεξουαλικά ενεργό άτομο, ιδιαίτερα εάν έχει συχνή εναλλαγή συντρόφων, έχει μάλλον ακούσει την ίδια συμβουλή πολλές φορές. Να χρησιμοποιεί προφυλάξεις και να κάνει συχνά προκλητικό έλεγχο για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ).

Ο προληπτικός έλεγχος έχει μεγάλη σημασία, διότι μπορεί κάποιος να έχει προσβληθεί από κάποιο ΣΜΝ και να μη το γνωρίζει, εξαιτίας της έλλειψης συμπτωμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, τα άτομα που έχουν προσβληθεί δεν εμφανίζουν κανένα σημείο ή σύμπτωμα. Για τον λόγο αυτόν, πολλοί ειδικοί χρησιμοποιούν τον όρο σεξουαλικώς μεταδιδόμενες λοιμώξεις (ΣΜΛ), από τη στιγμή που υπάρχει η λοίμωξη, αλλά απουσιάζουν τα συμπτώματα που δηλώνουν ότι το άτομο νοσεί.

Τι είδους εξετάσεις όμως πρέπει να κάνει ένα άτομο και με ποια συχνότητα;

Η απάντηση εξαρτάται από την ηλικία του ατόμου, τις σεξουαλικές του συμπεριφορές, καθώς και άλλους παράγοντες κινδύνου. Ιδιαίτερα οι νεαρές γυναίκες δεν πρέπει να διατηρούν τη λανθασμένη πεποίθηση ότι κάθε φορά που επισκέπτονται τον γυναικολόγο για τον γυναικολογικό έλεγχο και το Pap test εξετάζονται και για τις ΣΜΛ. Εάν υπάρχουν ανησυχίες, είναι σημαντικό να τις συζητήσουν με τον ιατρό και να καταλήξουν στις εξετάσεις που χρειάζεται να γίνουν.

Υπάρχουν βέβαια και οι επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες για τον έλεγχο συγκεκριμένων ΣΜΛ.

Ο προληπτικός έλεγχος των χλαμυδίων και της γονόρροιας θα πρέπει να είναι ετήσιος για:

τα σεξουαλικώς ενεργά κορίτσια ή τις νεαρές γυναίκες κάτω των 25

τις γυναίκες άνω των 25 που έχουν ελεύθερες σεξουαλικές επαφές με νέο σύντροφο ή με πολλούς συντρόφους

τους ομοφυλόφιλους άνδρες

τους φορείς του HIV

τα άτομα που έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ή εξαναγκασμού.

Ο έλεγχος για τα χλαμύδια και τη γονόρροια πραγματοποιείται είτε μέσω μιας εξέτασης ούρων είτε με τη λήψη ουρηθρικού επιχρίσματος από τον άνδρα και τραχηλικού από τη γυναίκα και ανάλυση του δείγματος σε εργαστήριο.

Για τον HIV, τη σύφιλη και την ηπατίτιδα, τα κέντρα ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων των ΗΠΑ συστήνουν την εξέτασή τους για τουλάχιστον μία φορά, στο πλαίσιο του ιατρικού ελέγχου ρουτίνας στα άτομα ηλικίας 15-65. Οι νεότεροι έφηβοι θα πρέπει να εξεταστούν εάν έχουν αυξημένο κίνδυνο προσβολής από κάποιο ΣΜΝ. Παράλληλα, συστήνεται ο ετήσιος έλεγχος για τον HIV, τον ιό του AIDS, στα άτομα που έχουν αυξημένο κίνδυνο να προσβληθούν από αυτόν.

Ο έλεγχος για την ηπατίτιδα C συστήνεται σε όποιον έχει γεννηθεί ανάμεσα στο 1945 και το 1965. Η συχνότητα εμφάνισης της ηπατίτιδας C είναι πολύ υψηλή σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα και η νόσος συχνά δεν δίνει συμπτώματα πριν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο. Για τις ηπατίτιδες Α και Β υπάρχουν διαθέσιμα εμβόλια που τα άτομα μπορούν να κάνουν εάν ο έλεγχος δείξει ότι δεν έχουν εκτεθεί στους ιούς αυτούς.

Είναι σημαντικό να ζητήσει κάποιος έλεγχο για τον HIV, τη σύφιλη και την ηπατίτιδα εάν:

βρεθεί θετικός ο έλεγχος για άλλα ΣΜΝ

είχε περισσότερους από έναν/μια σύντροφο μέσα στο τελευταίο έτος

κάνει χρήση ενδοφλέβιων ουσιών

είναι ομοφυλόφιλος άνδρας

είναι έγκυος γυναίκα ή γυναίκα που σχεδιάζει να συλλάβει

είναι θύμα σεξουαλικού εξαναγκασμού.

Για τον έλεγχο της σύφιλης, ο ιατρός θα πάρει είτε δείγμα αίματος είτε επίχρισμα από τα έλκη στα γεννητικά όργανα, εάν υπάρχουν. Τα δείγματα θα αναλυθούν σε εργαστήριο. Δείγμα αίματος λαμβάνεται επίσης για τον έλεγχο του HIV και της ηπατίτιδας.

Για τον έλεγχο του έρπητα των γεννητικών οργάνων, όμως, δεν υπάρχει ακόμα μια αξιόπιστη εξέταση. 

Πρόκειται για μια λοίμωξη από ιό που μπορεί να μεταδοθεί ακόμα και από άτομο που δεν έχει συμπτώματα. Ο ιατρός μπορεί να λάβει ένα ξύσμα ιστού ή μια καλλιέργεια από τα πρώιμα έλκη που μπορεί να υπάρχουν, αλλά ακόμα κι αν τα αποτελέσματα του εργαστηρίου βγουν αρνητικά, δεν αποκλείεται ο έρπις ως αιτία των βλαβών.

Μια εξέταση αίματος μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην ανίχνευση του έρπητα, αλλά δεν καταλήγει πάντα σε ένα αδιάψευστο αποτέλεσμα. Κάποιες εξετάσεις αίματος μπορούν να βοηθήσουν στη διάκριση των δυο βασικών τύπων των ερπητοϊών. Στον τύπο 1, ο ιός προκαλεί κατά κύριο λόγο ψυχρά έλκη, αν και μπορεί, επίσης, να προκαλέσει έλκη στα γεννητικά όργανα. Στον τύπο 2 ο ιός προκαλεί κατά κύριο λόγο έλκη στα γεννητικά όργανα. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, μπορεί να μην είναι ξεκάθαρα και να εξαρτώνται από την ευαισθησία του τεστ και το στάδιο της λοίμωξης. Τόσο ψευδώς θετικά όσο και ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα είναι πιθανά.

Τέλος, στην περίπτωση του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων, υπάρχουν συγκεκριμένα στελέχη του ιού που μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ενώ άλλα ευθύνονται για την εμφάνιση κονδυλωμάτων. Οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι σεξουαλικά ενεργοί προσβάλλονται από τον HPV κάποια στιγμή της ζωής τους, αλλά δεν εμφανίζουν συμπτώματα. Ο ιός συνήθως εξαφανίζεται από τον οργανισμό μέσα σε δύο χρόνια.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη εξέταση προληπτικού ελέγχου για τους άνδρες, στους οποίους συνήθως η λοίμωξη από HPV διαγιγνώσκεται μόνο μέσω της επισκόπησης ή της λήψης βιοψίας από τα κονδυλώματα. Στις γυναίκες ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει:

το Pap test, το οποίο ελέγχει την ύπαρξη άτυπων κυττάρων στον τράχηλο της μήτρας και συστήνεται κάθε τρία χρόνια στις γυναίκες ηλικίας 21-65

οι γυναίκες άνω των 30 μπορούν να κάνουν μαζί με το Pap test κι ένα HPV test κάθε 5 χρόνια, εάν οι προηγούμενες εξετάσεις ήταν αρνητικές. Οι γυναίκες ηλικίας 21-30 θα κάνουν ένα HPV test στην περίπτωση που προηγούμενο Pap test είχε δείξει άτυπα κύτταρα.

Ο HPV έχει επίσης συνδεθεί με την εμφάνιση καρκίνου στο αιδοίο, στον κόλπο, στο πέος, στον πρωκτό, στο στόμα και στον λαιμό. Τα εμβόλια μπορεί να προστατέψουν τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες από διάφορα στελέχη του HPV, αλλά είναι πιο αποτελεσματικά όταν χορηγηθούν πριν από την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας.

 

Πηγή: mayoclinic

 

 Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ. Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr