Επικαιρότητα:

Κορονοϊός: Μεγαλύτερος κίνδυνος για τα παιδιά του δημοτικού να μολυνθούν στο σπίτι παρά στο σχολείο

31 Αυγ. 2020 - 06:04 | Υγεία
Κορονοϊός: Μεγαλύτερος κίνδυνος για τα παιδιά του δημοτικού να μολυνθούν στο σπίτι παρά στο σχολείο

Ηλικιακή διαβάθμιση υπάρχει στον κίνδυνο λοίμωξης, ή σοβαρής λοίμωξης από τον κορονοϊό, συζήτηση που έχει έρθει στην επικαιρότητα με αφορμή την επαναλειτουργία των σχολείων. Οι βεβαιότητες και οι αβεβαιότητες, ωστόσο, ως προς το άνοιγμα των σχολείων παραμένουν, την ώρα που συνεδριάζει σήμερα η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για να εισηγηθεί την ασφαλέστερη ημερομηνία της επιστροφής στα θρανία. Ένα ερώτημα που βασανίζει, επίσης, τους γονείς είναι εάν θα πρέπει να εμβολιαστούν τα παιδιά τους για τη γρίπη στις αρχές του Οκτώβρη.

Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, σύμφωνα με πολύ πρόσφατες έρευνες, ότι τα παιδιά μέχρι 10 ετών κινδυνεύουν περισσότερο να κολλήσουν τον κορονοϊό από τα άτομα της οικογένειάς τους, παρά από τους συμμαθητές τους.

Μιλώντας στο iatropedia.gr η Παιδίατρος-Λοιμωξιολόγος και Διευθύντρια της Α' Παιδιατρικής Κλινικής του Παίδων “Η Αγία Σοφία”, Αθανασία Λουρίδα, υποστηρίζει ότι τα μικρά παιδιά από 0 έως 9 ετών νοσούν σπανιότερα και ελαφρύτερα. Μπορεί να μεταδώσουν τον ιό, γίνονται φορείς, αλλά γενικά δεν είναι υπερμεταδότες του κορονοϊού. Υπό αυτά τα νέα δεδομένα, η επαναλειτουργία των Νηπιαγωγείων και Δημοτικών είναι αρκετά ασφαλής, επισημαίνει η Παιδίατρος.

“Τα παιδιά που έχουν νοσήσει αυτών των ηλικιών -που συνήθως νοσούν ελαφρά- έχουν μολυνθεί και έχουν κολλήσει κυρίως από ενήλικες της οικογένειας και όχι από άλλα παιδιά. Δηλαδή σ' αυτές τις ηλικίες, τα παιδιά είναι αυτά που μολύνονται από τους ενήλικες και όχι οι ενήλικες από τα παιδιά. Γι' αυτό και η λειτουργία των σχολείων είναι αρκετά ασφαλής για τα νήπια, ή τα παιδιά του Δημοτικού. Παγκοσμίως σε όλες τις χώρες με τα εκατομμύρια κρούσματα, στα παιδιά μέχρι 10 ετών στον κορονοϊό η θνητότητα είναι σχεδόν μηδενική. Δεν έχουμε θανάτους σε παιδιά από 0 έως 9 ετών”, αναφέρει η κα. Λουρίδα.

Κορονοϊός: Περισσότερο κινδυνεύουν οι έφηβοι

Μεγαλύτερη μεταδοτικότητα από τα νήπια, αλλά και υψηλότερο κίνδυνο βαριάς μόλυνσης, έχουν τα παιδιά άνω των 10 και οι έφηβοι έως 19 ετών. Τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν υψηλότερο ιικό φορτίο, αλλά κάποια ελάχιστα μπορεί να έχουν θανατηφόρα κατάληξη. “Έχουμε μερικά παιδιά που έχουν χαθεί παγκοσμίως και η θνητότητα είναι ανάλογη με αυτή που έχει και η γρίπη στις ηλικίες αυτές”, αναφέρει η Διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινική του Παίδων και συμπληρώνει:

“Δηλαδή από 10 μέχρι 19 ετών υπάρχει μια μικρή θνητότητα στα παιδιά παγκοσμίως στον κορονοϊό, η οποία είναι ανάλογη με αυτή της γρίπης. Από 19-20 ετών και μετά η θνητότητα και η νοσηρότητα από τον κορονοϊό αυξάνεται”.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη γιατρό, επειδή το ποσοστό των παιδιών που νοσούν από τον κορονοϊό παγκοσμίως δεν ξεπερνά το 2% των κρουσμάτων, οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι στιγμής, δεν διαθέτουν ικανό αριθμό δείγματος, ώστε να εξαχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα.

Όσο για το πως εξηγούνται τα τρία περιστατικά στην Ελλάδα, με τους εφήβους που χρειάστηκαν νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, η κα. Λουρίδα εξηγεί ότι η βαρύτητα των περιστατικών σχετίζεται με την μεγάλη αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων, που εντοπίζονται πλέον σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Τονίζει επίσης, ότι ενώ ο αριθμός των νέων που είχαν νοσήσει στις αρχές της πανδημίας ήταν κατά μέσο όρο από 20 έως 40 ετών, σήμερα έχει μειωθεί στα 20 με 30 έτη.

“Οι νέοι πήγαν διακοπές δεν πρόσεξαν και νόσησαν πολύ μικρότερες ηλικίες. Οι ηλικιωμένοι φοβούνται και προσέχουν πλέον. Επομένως εφόσον μεταδόθηκε ο ιός σε πολύ μικρότερες ηλικίες ήταν φυσικό να νοσήσουν και έφηβοι, που δεν είχαμε εφήβους στην πρώτη φάση του Μαρτίου. Όπως είδατε είχαμε και δύο με τρεις εφήβους που μπήκαν στην εντατική, χωρίς υποκείμενα νοσήματα. Δηλαδή, αν νοσήσουν χιλιάδες άτομα είναι λογικό και κάποιοι να νοσήσουν σοβαρά και δεν ξέρουμε από πριν ποιοι θα είναι αυτοί. Αυτό έχει σχέση με πολλά από τα οποία δεν τα γνωρίζουμε, αλλά και με το γενετικό υπόστρωμα του κάθε ανθρώπου. Δεν το ξέρουμε εκ των προτέρων ποιος θα νοσήσει σοβαρά”, επισημαίνει.

“Να εμβολιαστούν για τη γρίπη όσο περισσότερα παιδιά μπορούν με προτεραιότητα όσα έχουν υποκείμενα νοσήματα”

Ισχυρό μήνυμα έδωσε πρόσφατα ο υφυπουργός Υγείας, Βασίλης Κοντοζαμάνης για τον αντιγριπικό εμβολιασμό, ο οποίος θα πρέπει να ξεπεράσει φέτος κάθε προηγούμενο. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, θα πρέπει να χτίσουμε “τοίχος ανοσίας” απέναντι στη γρίπη, ώστε να μην αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τον χειμώνα δύο αναπνευστικούς ιούς σε έξαρση.

Η κα. Λουρίδα αναφέρει: “Και η γρίπη είναι επικίνδυνη και μπορεί να απειλήσει τις ευαίσθητες ομάδες και ο κορονοϊός πολύ πιο επικίνδυνος. Θα πρέπει να ξέρει ο κόσμος ότι ο κορονοϊός έχει θνητότητα 5 με 6 φορές μεγαλύτερη από τον ιό της γρίπης. Μπορεί να προσβάλλει περισσότερο τους ηλικιωμένους και τις ευπαθείς ομάδες, αλλά η θνητότητά του είναι πολύ μεγαλύτερη από τη γρίπη. Ίσως τα υγιή παιδιά να μην τα προσβάλλει, π.χ. τα παιδιά του Δημοτικού ιδιαίτερα, αλλά οπωσδήποτε κι αυτά γίνονται φορείς και μπορεί να μεταφέρουν τον ιό στην οικογένεια”

Παρά το γεγονός ότι η περσινή χρονιά -προ κορονοϊού- ξεπέρασε κάθε εμβολιαστικό προηγούμενο, με 3,5 εκατομμύρια Έλληνες να υποβάλλονται σε εμβολιασμό κατά της γρίπης, το Υπουργείο Υγείας έχει για φέτος εφοδιαστεί με 4,5 εκατομμύρια δόσεις προκειμένου να ανταποκριθεί η χώρα, στις αυξημένες ανάγκες της πανδημίας.

Όσον αφορά στους μαθητές, η ειδικός συνιστά τον εμβολιασμό όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους των μαθητών.

“Η σύσταση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, μέχρι αυτή τη στιγμή, είναι να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα οι ομάδες υψηλού κινδύνου, π.χ. ένα παιδί που έχει βαρύ βρογχικό άσθμα, ή ένα παιδί με χρόνια καρδιοπάθεια ή άλλα σοβαρά νοσήματα. Αυτά τα παιδιά πρέπει να εμβολιστούν άμεσα για τη γρίπη. Όπως και όλοι οι ενήλικες που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Κι από κει και πέρα ο υπόλοιπος πληθυσμός όσοι περισσότεροι εμβολιαστούν, τόσο το καλύτερο. Κι ένα υγιές παιδί μπορεί να εμβολιαστεί και καλό είναι να εμβολιαστεί ένα παιδί που πηγαίνει στο σχολείο και δεν ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου”, τονίζει η ειδικός.